- οιδιπόδειος
- -α, -ο (Α οἰδιπόδειος, -α, -ον, θηλ. και -ος, σπάν. και οἰδιπόδιος, -α, -ον) [Οιδίπους]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οιδίποδα («τῇ Οἰδιποδειᾳ καλουμένῃ κρήνῃ» — κρήνη τών Θηβών στο νερό τής οποίας θεωρείται ότι έπλυνε τα χέρια του ο Οιδίπους μετά τον φόνο τού πατέρα του, Παυσ.)νεοελλ.φρ. «οιδιπόδειο σύμπλεγμα»(ψυχολ.) η επιθυμία για σεξουαλική επαφή με τον γονέα τού αντίθετου φύλου και η συνακόλουθη έννοια ανταγωνισμού με τον γονέα τού ίδιου φύλου, κατά τη θεωρία τής ψυχανάλυσηςαρχ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Οἰδιπόδ(ε)ιακύκλος επών που αναφέρονται στον μύθο τού Οιδίποδος2. το θηλ. ως ουσ. Οιδιπόδειαέπος που αναφέρεται στον μύθο τού Οιδίποδος.
Dictionary of Greek. 2013.